ακατονόμαστος

ακατονόμαστος
-η, -ο (Α ἀκατονόμαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τόν καλούμε με τ’ όνομά του
2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω τής απρέπειας ή τής αισχρότητας του
«ακατονόμαστα όργια»
μσν.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω τής απεραντοσύνης και τού μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει όνομα, ο ανώνυμος
«Θεὸς ἀκατονόμαστος» (Φίλ. 1.630)
2. «ἀκατονόμαστος χόνδρος» — ο κρικοειδής χόνδρος τού λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατονομάζω
ο τ. ἀκατονόμαστος, που ακούγεται συχνά, προέρχεται είτε από εξακολουθητική αφομοίωση τού ο σε α (λόγω του προηγουμένου α) είτε από αποκατάσταση του πλήρους τύπου τής προθέσεως κατά χάριν τής ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού
πρβλ. και αποθανατίζω αντί απαθανατίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκατονόμαστος — nameless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατονόμαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κατονομάζεται, δε λέγεται με το όνομά του: Μένει ακόμη ακατονόμαστος ο υποκινητής των ασχημιών αυτών. 2. εκείνος που δεν πρέπει ή δε θέλει κανείς να αναφέρει, επαίσχυντος: Άρχισε να ξεστομίζει βρισιές ακατονόμαστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατονομάστως — ἀκατονόμαστος nameless adverbial ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονόμαστον — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc sg ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστοις — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστου — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστους — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστων — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονομάστῳ — ἀκατονόμαστος nameless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατονόμαστα — ἀκατονόμαστος nameless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”